- σεραρδίωση
- η, Ν(μεταλλ.) μέθοδος επικάλυψης τής επιφάνειας χαλύβδινων αντικειμένων με θερμική διάχυση στρώματος ψευδαργύρου για την προστασία τους από την διάβρωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sherardize από το όνομα τού Άγγλου εφευρέτη Ο. Sherard].
Dictionary of Greek. 2013.